- νομοθέτας
- νομοθέτᾱς , νομοθέτηςlawgivermasc acc plνομοθέτᾱς , νομοθέτηςlawgivermasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαυλίζω — ΜΑ [φαῡλος] 1. θεωρώ κάποιον φαύλο 2. χλευάζω, περιφρονώ («οὐκ οἶδα ἡμῶν... ὅπῃ πάλιν αὖ τοὺς νομοθέτας φαυλίζεις», Πλάτ.) αρχ. παρέχω κάτι σε εξευτελιστική τιμή («καὶ έφαύλισεν Ἡσαῡ τὰ πρωτοτόκια», ΠΔ) … Dictionary of Greek
ψηφοφορώ — ψηφοφορῶ, έω, ΝΑ, και ψηφηφορῶ Α [ψηφοφόρος] ψηφίζω νεοελλ. έχω το δικαίωμα τής ψήφου αρχ. εκλέγω με ψήφο («ἐπειδὴ τοὺς νομοθέτας ψηφηφορεῑν ἔδει», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek